- σηκηκόρος
- σηκηκόρος, ὁ, ἡ,= σηκοκόρος, cj. for βόκορος in Poll.7.151, v.l. in Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηκηκόρος — ὁ, ἡ, Α βλ. σηκοκόρος … Dictionary of Greek
σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… … Dictionary of Greek